- Ἀπολλοκράτης
- Ἀπολλοκράτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀπολλοκράτην — Ἀπολλοκράτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατηγώ — έω, Α [συστράτηνος] 1. ασκώ τη στρατηγία μαζί με άλλον, είμαι συστράτηγος 2. ενεργώ μαζί με άλλον ως συστράτηγος («ἕτερος δὲ τῶν υἱῶν Απολλοκράτης συνεστρατήγει», Στράβ.) … Dictionary of Greek